καρτερόθυμος

καρτερόθυμος
καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό-θυμος, οξύ-θυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρτερόθυμος — καρτερόθῡμος , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερόθυμον — καρτερόθῡμον , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem acc sg καρτερόθῡμον , καρτερόθυμος stronghearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • καρτεροθύμους — καρτεροθύ̱μους , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτεροθύμων — καρτεροθύ̱μων , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτεροθύμῳ — καρτεροθύ̱μῳ , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερόθυμε — καρτερόθῡμε , καρτερόθυμος stronghearted masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”